κριθόπυρον

κριθόπυρον
κριθόπυρον, τὸ (Α)
πάπ. μίγμα από κριθάρι και σιτάρι, σμιγάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -πυρον (< πυρός «είδος εκλεκτού σιταριού»), πρβλ. διόσ-πυρος, λευκό-πυρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”